- χορδή
- η1. νηματοειδές σώμα από έντερο ή και μέταλλο, το οποίο τεντώνεται πάνω στο ηχείο μουσικού οργάνου και παράγει ήχο, κόρδα.2. νεύρα τόξου.3. καθετί που έχει σχήμα χορδής: Στο λάρυγγα υπάρχουν οι φωνητικές χορδές.4. στη γεωμετρία, χορδή είναι η ίσια γραμμή που ενώνει δύο σημεία περιφέρειας κύκλου, χωρίς να περνάει από το κέντρο.5. φρ., «Tου έθιξε την ευαίσθητη χορδή του», του διέγειρε τη φιλοτιμία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.